- γκιουβέτσι
- τοβλ. γιουβέτσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκιουβέτσι — το βλ. γιουβέτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιουβέτσι — και γκιουβέτσι, το 1. πήλινο σκεύος, πλατύ και ρηχό, για φαγητό τού φούρνου 2. φαγητό τού φούρνου (κρέας με ζυμαρικά ή λαχανικά ή νηστήσιμο μόνο με λαχανικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. guvez] … Dictionary of Greek
γκιουβετσάδα — η [γκιουβέτσι] 1. μαγείρεμα τού φαγητού γιουβέτσι* 2. γεύμα με κύριο φαγητό το γιουβέτσι … Dictionary of Greek
ghiveci — GHIVÉCI, (1) ghivece, (2) ghiveciuri, s.n. 1. Vas de pământ ars, de material plastic etc., de formă tronconică, folosit pentru plantarea (în casă a) florilor. ♢ Ghiveci nutritiv = amestec de pământ, nisip, mraniţă, îngrăşăminte chimice etc., în… … Dicționar Român